Βάλιας Σεμερτζίδης

Γεννήθηκε στο Κρασνοντάρ της νότιας Ρωσίας, από πατέρα Έλληνα εκ Πόντου και μητέρα Ρωσίδα. Θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους. Το 1923 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Δραπετσώνα και αργότερα στην Παλιά Κοκκινιά. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών (1928-1936) με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Το 1936 έγινε μέλος της ομάδας «Ελεύθεροι Καλλιτέχνες». Στα πρώτα χρόνια της καλλιτεχνικής του πορείας (1935-1940) ασχολείται κυρίως με τα τοπία και τις προσωπογραφίες με ευδιάκριτη την επιρροή του δασκάλου του. Στην Κατοχή συμμετέχει ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ και ζει από κοντά το αντάρτικο. Σχεδιάζει αντάρτες, αλλά και απλούς ανθρώπους που συναντά στο βουνό, καλλιεργώντας έναν πιο αδρό ρεαλισμό με χρωματικές αντιπαραθέσεις και εξπρεσιονιστικά στοιχεία, ιδιαίτερα στις μνημειακού χαρακτήρα πολυπρόσωπες συνθέσεις του. Στα χρόνια του Εμφυλίου μένει στην Αθήνα και συνεχίζει να δουλεύει πάνω στα λεγόμενα «σχέδια του βουνού», ενώ παράλληλα ξεκινά να ασχολείται και με θέματα της καθημερινής ζωής των εργατών, των αγροτών και των ψαράδων. Τις χρονιές 1946-1947 λαμβάνει μέρος στις Εκθέσεις Ελληνικής Τέχνης στη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου, μαζί με τους Χατζηκυριάκο-Γκίκα, Κόντογλου, Διαμαντόπουλο και Βακαλό, στο Ελληνικό Σπίτι του Λονδίνου, στη Διεθνή Έκθεση Καΐρου και σε άλλες που γίνονται σε Σουηδία, Νορβηγία και Δανία. Την ίδια εποχή, αρχίζει να χαράζει σε ξύλο και λινόλεουμ, δημιουργώντας μονοτυπίες, και ανακαλύπτει μια δικιά του τεχνική, οξειδώνοντας τσίγκο και χαλκό. Με τη μέθοδο αυτή χαράζει οξυγραφίες με χαρακτηριστικό στοιχείο τα λευκά περιγράμματα και την απόδοση του κυρίως θέματος σε μαύρο. Σταθμός στη σταδιοδρομία του είναι η παραμονή του στη Σκύρο και στη Ρόδο, όπου θα έρθει σε επαφή με τη νησιώτικη ζωή και το ροδιακό τοπίο, το οποίο θα αποτελέσει πηγή έμπνευσης για εκείνον μέχρι το τέλος της ζωής του. Συνεχίζει επίσης να ασχολείται με την προσωπογραφία. Πραγματοποιεί ατομικές εκθέσεις στο εξωτερικό, με κορυφαία στιγμή την προσωπική πρόσκληση, το 1966, να εκθέσει ατομικά στη Μόσχα και στο Ερμιτάζ του Λένινγκραντ (Αγία Πετρούπολη), η οποία θα περιοδεύσει σε εικοσιπέντε πόλεις της Σοβιετικής Ένωσης. Μετά την ανατροπή της δικτατορίας καλείται από την Εθνική Πινακοθήκη, όπου το 1977 εγκαινιάζεται η αναδρομική του έκθεση. Την τελευταία αυτή περίοδο (1978-1983) με επιβαρυμένη υγεία, καταφέρνει να ζωγραφίσει μικρές εξπρεσιονιστικές συνθέσεις. Τον Αύγουστο του 1980 εκθέτει στο Μέγαρο Τέχνης της ΕΣΣΔ στη Μόσχα, μαζί με τον χαράκτη Τάσσο, και τον επόμενο χρόνο μία ατομική έκθεση στο Πνευματικό Κέντρο Ελευσίνας. Έργα του βρίσκονται σε πολλές ιδιωτικές και κρατικές συλλογές, πινακοθήκες και μεγάλα ιδρύματα της Ελλάδας και του εξωτερικού.